- ερεβοδιφώ
- ἐρεβοδιφῶ, -άω (AM)αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρεβοδιφῶ — ἐρεβοδῑφῶ , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres imperat mp 2nd sg ἐρεβοδῑφῶ , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐρεβοδῑφῶ , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)